ανισοβαρής

ανισοβαρής
-ές (και ανισόβαρος, -η, -ο)
(Α ἀνισοβαρής)
αυτός που δεν ἔχει ἴσο βάρος με κάποιον άλλο
νεοελλ.
ἄδικος, ἄνισος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άνισος + -βαρής < βάρος. Η λ. με τη νεοελλ. σημασία της μαρτυρείται στον κληρικό και διδάσκαλο του Γένους Νικηφόρο Θεοτόκη (1731-1800)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ἀνισοβαρῆ — ἀνισοβαρής unequal in weight neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ἀνισοβαρής unequal in weight masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) ἀνισοβαρής unequal in weight masc/fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνισοβαρῶν — ἀνισοβαρής unequal in weight masc/fem/neut gen pl (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άνισος — η, ο (AM ἄνισος, ον) 1. αυτός που δεν είναι ίσος με κάποιον άλλο 2. μτφ. άδικος, μεροληπτικός νεοελλ. ακανόνιστος, ασύμμετρος μσν. ανόμοιος, διαφορετικός αρχ. φρ. 1. «άνισος πολιτεία» η ολιγαρχία 2. οἱ ἄνισοι οι ολιγαρχικοί 3. τὸ ἄνισον η… …   Dictionary of Greek

  • ανομοιοβαρής — ές (Α ἀνομοιοβαρής) νεοελλ. αυτός που δεν έχει ίσο βάρος με άλλον, ανισοβαρής αρχ. αυτός του οποίου το βάρος είναι άνισα κατανεμημένο …   Dictionary of Greek

  • βάρος — Η δύναμη με την οποία η Γη έλκει προς αυτή τα σώματα. Το β. προέρχεται από τη δύναμη της παγκόσμιας έλξης που ασκείται μεταξύ της Γης και ενός σώματος. Έτσι και η Γη υφίσταται μια έλξη από μέρους του σώματος, ίση και αντίθετη από αυτή που ασκεί η …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”