- ανισοβαρής
- -ές (και ανισόβαρος, -η, -ο)(Α ἀνισοβαρής)αυτός που δεν ἔχει ἴσο βάρος με κάποιον άλλονεοελλ.ἄδικος, ἄνισος.[ΕΤΥΜΟΛ. < άνισος + -βαρής < βάρος. Η λ. με τη νεοελλ. σημασία της μαρτυρείται στον κληρικό και διδάσκαλο του Γένους Νικηφόρο Θεοτόκη (1731-1800)].
Dictionary of Greek. 2013.